Σε ποιον ανήκει η πόλη; Δημόσιοι χώροι, περιφράξεις, εξευγενισμός και (ανα)καταλήψεις

[εισήγηση από την εκδήλωση-συζήτηση: «Σε ποιον ανήκει η πόλη; Δημόσιοι χώροι, περιφράξεις, εξευγενισμός και (ανα)καταλήψεις» που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 26/6 στις 19.30, στο πάρκο Δρακόπουλου]

Τα τελευταία χρόνια, αλλά κυρίως από την περίοδο της καραντίνας και του Covid-19, οι δημόσιοι χώροι και τα κτίρια της Αθήνας μετατρέπονται σε ένα όλο και πιο οξυμένο πεδίο ανταγωνισμού. Ο δήμος, ο ευρύτερος κρατικός μηχανισμός, εταιρείες και επιχειρήσεις, παλιά και νέα ιδρύματα πολιτισμού, οι real estate και η διεύρυνση της αγοράς κατοικίας, όπως και οι αντιδραστικές ομάδες κατοίκων, έθεσαν ως στόχο τους, ο καθένας με βάση τα συμφέροντά του, να μην αφήσουν ούτε ένα υπόγειο αναξιοποίητο. Η πολεοδομική αναδιάρθρωση της Αθήνας περνά, λοιπόν, μέσα από διάφορες κομβικές στιγμές τα τελευταία χρόνια, όπως ήταν τα έργα Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, η τουριστική ανάπλαση απ’ το Κουκάκι, στο Παγκράτι μέχρι τα Εξάρχεια, η περίφραξη και η λεγόμενη αναβάθμιση πάρκων και πλατειών και η διεύρυνση της αγοράς κατοικίας και των μεσιτικών. Από την κρίση του 2008 και τη μνημονιακή περίοδο, η αγορά ακινήτων γνώρισε μια ευρύτερη αναδιάρθρωση. Το μικροαστικό κεφάλαιο, που παραδοσιακά κατείχε το μεγαλύτερο μερίδιο ακινήτων στην Αθήνα, πουλά με μεγαλύτερη συχνότητα την ιδιοκτησία του σε εταιρείες και μεγαλο-επιχειρηματίες που μπορούν να την ανακαινίσουν και να την ενοικιάσουν ή να την μετα-πουλήσουν πιο γρήγορα και με περισσότερο περιθώριο κερδοφορίας. Αυτή είναι μια διαδικασία που συναντά άλλες όψεις εξευγενισμού της πόλης, όπως η επέκταση της γραμμής μετρό, η ανάπλαση πλατειών και πάρκων, η εμπορική αξιοποίησή τους και ο ευρύτερος ταξικός και φυλετικός πολεοδομικός διαχωρισμός του πληθυσμού που κατοικεί στην πόλη.

Πέρα από όσα αναφέρθηκαν, η ίδια η πολεοδομική αναδιάρθρωση αποτελεί ένα πεδίο κοινωνικού ανταγωνισμού που καθορίζει με βάση φυλετικά, ταξικά, έμφυλα, σεξουαλικά κ.ά. κριτήρια «Ποιος μπορεί να χρησιμοποιεί την πόλη» στο σύνολό της. Διάφορες στιγμές όξυνσης των κοινωνικών αγώνων, όπως η εξέγερση του 2008, οι εργατικοί-ταξικοί αγώνες του 2010-12, φανέρωσαν μια δυνατότητα οικειοποίησης των δημόσιων χώρων, των άδειων κτιρίων, αλλά και των κτιρίων που φέρουν υλική-συμβολική εξουσία όπως π.χ. τα γραφεία της ΓΣΕΕ. Δημιουργώντας μια δυναμική απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα, οι αγώνες αυτοί γνώρισαν παράλληλα αυξημένη καταστολή, που στόχευε στον περιορισμό τέτοιων μορφών αξιοποίησης της πόλης. Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε, πράγματι, μια συρρίκνωση της ευρύτερης καταληψιακής πρακτικής, η οποία κατάφερε ανά στιγμές να ανασυγκροτηθεί (όπως π.χ. σε καταλήψεις στέγης και στο πρόσφατο κίνημα ανακαταλήψεων). Η πληθώρα των πρακτικών αυτών επιδίωξε, και σε ένα βαθμό κατάφερε, να απαντήσει σε όψεις της κοινωνικής αναπαραγωγής που παρέμεναν υποτιμημένες. Παρόμοιο χαρακτήρα έχει και η χρήση δημόσιων χώρων από κομμάτια του πληθυσμού που οι ανάγκες-επιθυμίες τους υποβαθμίζονται με δομικό τρόπο. Η δημιουργική αξιοποίησή τους π.χ. από μετανάστες-ριες διασφαλίζει και επεκτείνει την καθημερινή αναπαραγωγή, γνωρίζοντας μια όλο και πιο έντονα ανταγωνιστική σχέση με τους κρατικούς θεσμούς και τις επιχειρήσεις / πολιτιστικά ιδρύματα που διεκδικούν την ιδιοποίησή τους.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε τρεις διαφορετικές μορφές παρέμβασης στους δημόσιους χώρους, που εκτείνονται από τους κρατικούς θεσμούς, μέχρι τις εταιρείες – επιχειρήσεις και τα ιδρύματα πολιτισμού. Η πρώτη είναι η εμπορευματοποίηση, που εμπλέκει το real estate, την τουριστικοποίηση, την εμπορική εκμετάλλευση όπως τα τραπεζοκαθίσματα. Τα πιο γνωστά παραδείγματα είναι π.χ. η Ακαδημία Πλάτωνος και η πλατεία Αγίου Γεωργίου. Η δεύτερη είναι ο έλεγχος και η αστυνόμευση δημοσίων χώρων. Στα χρόνια της καραντίνας και του Covid-19, βιώσαμε μια αναβαθμισμένη καταστολή σε πάρκα και πλατείες, που απαγόρευε την ίδια τη χρήση των χώρων αυτών. Ο αποκλεισμός ανεπιθύμητων πληθυσμών υπήρξε επίσης πάγια πρακτική που εφαρμόστηκε π.χ στο Πεδίο του Άρεως, αλλά και στους πανεπιστημιακούς χώρους, σε μια προσπάθεια που θέλει να εξαφανίσει κάθε παραβατική ή παράνομη συμπεριφορά. Η τρίτη κατηγορία παρέμβασης αφορά την ανάπλαση, που στοχεύει στη δημιουργία ενός νέου τύπου δημόσιου χώρου. Ο εξευγενισμός προωθεί την πολιτιστική και αισθητική βελτίωση των χώρων αυτών, προβάλλοντας πολλές φορές το επιχείρημα ότι ικανοποιεί αιτήματα των κατοίκων της κάθε περιοχής, με αποτέλεσμα να ορίζει κανόνες που ρυθμίζουν τη χρήση του. Η τουριστική εκμετάλλευση της πόλης άρχισε να επεκτείνεται από το Κουκάκι φτάνοντας μέχρι τα Εξάρχεια και την Κυψέλη και, παράλληλα, οι επιχειρήσεις σκούπα μπήκαν στο ετήσιο πρόγραμμα σπρώχνοντας τον μεταναστευτικό πληθυσμό από την Ομόνοια και την Κυψέλη προς την Αχαρνών (αν όχι σε camps και απελάσεις).

Οι δημόσιοι χώροι της πόλης άρχισαν, πλέον, να κρίνονται όλο και πιο πολύ στη βάση της «ασφάλειας», της «αποδοτικότητας/ανάπτυξης» και της «προσβασιμότητας». Κάθε δημόσιος χώρος αξιολογείται με βάση το τρίπτυχο αυτό, διακρίνοντας τα χαρακτηριστικά αυτά που αποτελούν «κοινωνικό πρόβλημα», από όσα μπορούν να απελευθερώσουν νέες δυνατότητες αξιοποίησης για ένα πλήθος θεσμικών, εμπορικών και πολιτιστικών παραγόντων. Η καθημερινή χρήση δημοσίων χώρων από κομμάτια του πληθυσμού που θεωρούνται ανεπιθύμητα, παρουσιάζεται για τον λόγο αυτό σαν πρόβλημα που χρήζει επίλυσης. Με βασικό εργαλείο την περίφραξη που λαμβάνει είτε άμεση μορφή π.χ. λαμαρίνες, είτε έμμεση π.χ. τραπεζοκαθίσματα, βλέπουμε τη γενικευμένη υποτίμηση των χώρων αυτών. Μια διαδικασία που επηρεάζει, όμως, και πληθυσμούς που δεν είναι στο στόχαστρο.

Σημαντικό ρόλο σε όσα αναφέρθηκαν μέχρι στιγμής, παίζει η προσπάθεια για τη δημιουργία ενός ιδανικού προτύπου για το ποιος πρέπει να είναι ο «κάτοικος» κάθε περιοχής. Η αύξηση του κόστους ζωής και στέγασης υπήρξαν αποτέλεσμα περίπλοκων διαδικασιών, που επιδιώκουν να απαντήσουν στα «φλέγοντα» ερωτήματα «Ποιος μπορεί να ζει στην κάθε περιοχή και ποιος είναι ανεπιθύμητος;». Σχηματικά μιλώντας, η άνοδος του real estate και η είσοδος των πλατφορμών στην αγορά κατοικίας, συναντούν και συμμετέχουν σε άλλες πιο ευρύτερες διαδικασίες που σαν αποτέλεσμά τους μείωσαν την πρόσβαση της εργατικής τάξης σε κατοικίες. Παράλληλα, η ανάπλαση προωθείται μέσα από περισσότερο ή λιγότερο προσωρινές μορφές περίφραξης μεταβάλλοντας την πρόσβασή μας σε δημόσιους χώρους, όπως για παράδειγμα στην πλατεία Πρωτομαγιάς. Η τοποθέτηση λαμαρινών στο συγκεκριμένο σημείο, μπήκε με πρόφαση τη δημιουργία μετρό, στερώντας στον πληθυσμό της περιοχής από έναν χώρο καθημερινής χρήσης, θεωρώντας μάλιστα ότι οι πιο προνομιούχοι κάτοικοι δεν θα αντιδράσουν. Η φιγούρα του «κατοίκου», ωστόσο, κουβάλα εσωτερικές αντιφάσεις, με αποτέλεσμα να λαμβάνει πιο συγκρουσιακές μορφές απέναντι στη θεσμική / κρατική ιδιοποίηση δημοσίων χώρων σε περιόδους υποτίμησης των μέσων κοινωνικής αναπαραγωγής. Στα χρόνια του covid-19 είδαμε ότι ένα διευρυμένο κομμάτι του πληθυσμού, διαφόρων γειτονιών της Αθήνας, ήρθε σε αντιπαράθεση με τις δυνάμεις καταστολής. Η αναφορά σε «υγειονομικούς λόγους» φάνηκε ότι δεν επαρκούσε σαν δικαιολογία για την επιβολή περιορισμών στους δημόσιους χώρους, οι οποίοι, ειδικά εκείνη την περίοδο, υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικοί για τις καθημερινές μας ανάγκες.

Σε γενικές γραμμές, η τελευταία δεκαετία μάς έδειξε ότι όσο αυξάνεται η ανάγκη για δημόσιους χώρους, κι όσο διευρύνεται η χρήση τους, τόσο εντείνεται ο έλεγχος και η εκμετάλλευσή τους με σκοπό το κέρδος. Από τη στιγμή που η καθημερινή αξιοποίησή τους διαμορφώνει τον χαρακτήρα τους και φανερώνει τις ανάγκες-επιθυμίες που σχετίζονται με τους δημόσιους χώρους, οι μορφές ανάπλασης – εξευγενισμού έρχονται να περιορίσουν, αλλά και να εξυπηρετήσουν ορισμένες από αυτές. Παρατηρούμε, επίσης, ότι το κράτος και το κεφάλαιο βρίσκουν πιο έξυπνους τρόπους για να ενσωματώνουν ορισμένα αιτήματα των κατοίκων. Αξιοποιούνται, μάλιστα, πρακτικές που είχαν εφευρεθεί από τα κάτω (π.χ. ελεύθερη είσοδος σε συναυλίες), όποτε αυτό κριθεί πρόσφορο.

Το ερώτημα «Ποιοι έχουν δικαίωμα στη χρήση των δημόσιων χώρων;» αποκτά, επομένως, μια πρακτική διάσταση, από τη στιγμή που η περίφραξη ακολουθεί μια διπλή κίνηση. Αφ’ ενός, εξυπηρετεί συγκεκριμένες ανάγκες ενός κομματιού της γειτονιάς, δίνοντας έμφαση σε αιτήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια, την καθαριότητα, την κατανάλωση και τη φασαρία, προωθώντας, μάλιστα, μια στενά ορισμένη έννοια συμπεριληπτικότητας για να απαντήσει στο πιο πάνω ερώτημα. Αφ’ ετέρου, αυξάνει την ένταση του αποκλεισμού όσων δομικά θεωρούνται ανεπιθύμητες ή πλεονάζοντες (με φυλετικούς, ταξικούς, έμφυλους, σεξουαλικούς κ.ά. όρους).

Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται αισθητή η ύπαρξη μοριακών και κοινωνικών μορφών αξιοποίησης των χώρων αυτών, όπως και των αντιστάσεων που αναπτύσσονται σε ανταγωνιστική σχέση με τις δυνάμεις ιδιοποίησής τους. Παράλληλα, εμφανίζονται και πιο οργανωμένες μορφές διεκδίκησης, οι οποίες πατάνε τόσο σε παλιότερες πρακτικές αγώνα όσο και στη δημιουργία νέων. Βλέπουμε το τελευταίο διάστημα οργανωμένες δράσεις (π.χ. από συνελεύσεις γειτονιάς) που προτάσσουν τις δικές τους μορφές αξιοποίησης. Αντιπαρατίθενται, έτσι, με όψεις της ανάπλασης και ειδικότερα με τη λογική της «αναβάθμισης» των δημόσιων χώρων (π.χ. Δρακόπουλος, Καισαριανή). Αυτές, όμως, έρχονται αντιμέτωπες και με ζητήματα συνύπαρξης και συνδιαμόρφωσης με άλλα υποκείμενα που χρησιμοποιούν επίσης τους χώρους αυτούς. Με κόσμο, δηλαδή, που μπορεί να προέρχεται από άλλες γειτονιές (π.χ. διοργάνωση live/πάρτι) ή που παραδοσιακά δεν συμμετέχει, ή/και αποκλείεται από παραδοσιακές κινηματικές διαδικασίες.

Οι οργανωμένες διεκδικήσεις και οι πιο μοριακές μορφές αντίστασης βρίσκονται, για τον λόγο αυτό, σε μια εν δυνάμει εφευρετική σχέση, αλλά και σε μια σχέση έντασης. Η παραγωγή πολιτικού λόγου από τις πρώτες (κείμενα, πανό κ.λπ.) αντιπαρατίθεται με τη ρητορική της ανάπλασης, προβάλλοντας ανάγκες-επιθυμίες που είτε παραμένουν αόρατες, είτε υποβαθμίζονται ακόμα παραπάνω. Στην προσπάθεια ικανοποίησης ορισμένων αιτημάτων της «γειτονιάς», που περιλαμβάνει στις μέρες μας και τη διοργάνωση πάρτι ή άλλων παρόμοιων δραστηριοτήτων, παραμένει ερώτημα το κατά πόσο μπορούμε να αντιπαραβάλουμε συλλογικές ή/και αυτοοργανωμένες πρακτικές. Την ίδια ώρα, οι μοριακές αντιστάσεις είναι ζήτημα αν μπορούν να αντιμετωπίσουν ή/και να υπερβούν την καταστολή που συναντούν. Η αυξημένη αστυνόμευση των χώρων μάς οδηγεί, από τη μια, να βρίσκουμε περισσότερο εξατομικευμένες λύσεις για να ξεπεράσουμε τους περιορισμούς που επιβάλλονται. Αφήνει ανοιχτό και το ενδεχόμενο, από την άλλη, να στραφούμε σε πιο συλλογικές δράσεις.

Στο νέο πεδίο που διαμορφώνεται, οι κατειλημμένοι χώροι διατηρούν κάποια από τα παλιά τους χαρακτηριστικά, αποκτούν όμως και κάποια νέα. Στις τρεις προηγούμενες δεκαετίες, η καταληψιακή πρακτική είχε ως στόχο της, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία νέων δημόσιων χώρων που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν όψεις της καθημερινής ζωής που παρέμεναν υποτιμημένες ή/και υποβαθμισμένες. Γενικότερα, σαν πρακτική επιδιώκει να μετατρέψει κτίρια ατομικής ιδιοκτησίας σε δημόσιους ή κοινωνικούς χώρους αλλά και να οικειοποιηθεί αναξιοποίητα κτίρια που ανήκουν στο κράτος με σκοπό να αποκτήσουν έναν πιο δημόσιο χαρακτήρα. Στο πρώτο παράδειγμα εντάσσεται π.χ. και το αυτοδιαχειριζόμενο στέκι Άνω Κάτω Πατησίων, που στα ευρύτερα σχέδια ανάπλασης της περιοχής οι ιδιώτες ιδιοκτήτες έχουν περισσότερα να κερδίσουν σήμερα απ’ ότι στο παρελθόν. Στο δεύτερο εντάσσονται π.χ. τα πρόσφατα εκκενωμένα Ζιζάνια. Την ίδια ώρα, η καταληψιακή πρακτική ήταν μια μορφή που αντιστεκόταν στον κοινωνικό διαχωρισμό της μητρόπολης, μέσα από εφευρετικές πρακτικές αντι-κουλτούρας. Αποτέλεσε, τέλος, και πρακτική οικειοποίησης δημόσιων χώρων, μετατρέποντάς τους σε πεδία αγώνα που πολλές φορές διαμορφώνονταν σε αυτοδιαχειριζόμενους χώρους (π.χ. Ναυαρίνου, καταλήψεις σε πανεπιστήμια).

Αντιμετωπίζοντας, όμως, τόσο εξωτερικά, όσο και εσωτερικά όρια, οι κατειλημμένοι χώροι άρχισαν να μειώνονται σε αριθμό και οι πρακτικές δυνατότητες που μας προσφέρει σαν αγωνιστικό μέσο περιορίστηκαν. Παρ’ ότι το κράτος και ο δήμος έχουν πολλά να κερδίσουν από τις εκκενώσεις αυτών των χώρων, αν δούμε την καταστολή στο συνολικό πλαίσιο της πολεοδομικής αναδιάρθρωσης θα πρέπει να παραδεχτούμε, μάλλον, ότι αποτελεί κομμάτι μίας ευρύτερης διαδικασίας. Στην τρέχουσα συγκυρία, το κράτος επιδιώκει να συνδέσει τους χώρους αυτούς, αλλά και τα κτίρια, με έναν κυρίαρχο ορισμό του τι συνιστά κοινωνική ανάγκη -ποιος θέλει, δηλαδή, καλύτερους, αναβαθμισμένους δημόσιους χώρους, και πόσο συμπεριληπτικοί μπορούν να γίνουν. Συνολικά, λοιπόν, η καταληψιακή πρακτική και το κίνημα ανακαταλήψεων θέτει ζητήματα καθημερινής χρήσης των χώρων της πόλης, που αναφέρθηκαν σχηματικά πιο πριν, τα οποία ξεπερνούν τον κλειστό κύκλο του κινηματικού κόσμου.

Παρά τη γενικευμένη υποτίμηση των δημόσιων χώρων, ή μάλλον ακριβώς λόγω της υποτίμησης αυτής, οι καταλήψεις συνεχίζουν να αποτελούν σημεία συνάντησης που προωθούν τη δημιουργική συνύπαρξη και τη συλλογικοποίηση της καθημερινής ζωής. Δεδομένου ότι η ανάπλαση βιώνεται με ανταγωνιστικό τρόπο από ευρύτερα κομμάτια των γειτονιών, οι κατειλημμένοι χώροι μπορούν, εν δυνάμει, να υπάρξουν σαν πεδία αγώνα που να συνδέουν τις διαφορετικές διαστάσεις της αναδιάρθρωσης. Στην περίοδο που διανύουμε, μπορούν να προτάξουν διαφορετικές μορφές αντίστασης στον εξευγενισμό (όπως στην αύξηση κόστους ζωής και ενοικίων) και στην ανάπλαση (όπως η συρρίκνωση δημόσιων χώρων, η εμπορευματική τους αξιοποίηση και ο έλεγχος χρήσης τους), όπως και να δημιουργήσουν χώρους συνάντησης για όσο κόσμο αποκλείεται από τον εξευγενισμό / ανάπλαση.

Σαν πρακτική, λοιπόν, συνδέεται άμεσα με τους αγώνες διεκδίκησης δημοσίων χώρων, από τη στιγμή που απαντάει σε ζητήματα που αφορούν ευρύτερα την κοινωνική αναπαραγωγή. Από τη στιγμή που οι κατειλημμένοι χώροι καταπιάνονται με ζητήματα που ξεπερνούν τις ιδεολογικές ανάγκες ενός στενά ορισμένου αγωνιζόμενου κόσμου, η διατήρηση και η διεύρυνσή τους αποτελεί επίδικο για την εδαφικοποίηση αγωνιστικών πρακτικών που οικειοποιούνται, έστω και παροδικά, την πόλη, τις γειτονιές και την καθημερινή ζωή.

re/traverse

για την έξοδο από την αθλιότητα της ιδιοκτησίας

Αθήνα, Ιούνιος 2024