Φωτιά στα προάστια: Εισήγηση της εκδήλωσης “Ταραχές μετά την αστυνομική δολοφονία του Ναέλ & σημειώσεις πάνω στη συγκυρία”
Σας καλωσορίζουμε στη δεύτερη μέρα των εκδηλώσεων με τους συντρόφους και τις συντρόφισσες από τη Γαλλία. Η σημερινή εκδήλωση είναι αφιερωμένη στην εξέγερση που ξέσπασε με αφορμή τον εξ επαφής θανατηφόρο πυροβολισμό από την αστυνομία ενός 17χρονου νεαρού Γάλλου με μαροκονο-αλγερινή καταγωγή, του Ναέλ Μερζούκ, στις 27 Ιουνίου του 2023.
Από πλευράς re/traverse να σημειώσουμε ότι μας ενδιαφέρει το ζήτημα της σύνδεσης των σύγχρονων αγώνων στη βάση των αξόνων φυλής, φύλου, τάξης και γι’ αυτό πέρυσι μεταφράστηκε ένα κείμενο του Μαουρίτσιο Λατσαράτο για τους συγκεκριμένους αγώνες. Φυσικά, η κουβέντα περί των τεκταινόμενων δεν περιορίζεται εκεί και συνεχίζεται στο εσωτερικό μας μέσα και από αυτή την εκδήλωση και την επικοινωνία με τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που ζουν στη Γαλλία.
Η σημερινή εκδήλωση αφορά τις ταραχές μετά την αστυνομική δολοφονία του Ναέλ αλλά θα επιχειρήσει επίσης να καταθέσει μερικές ευρύτερες σκέψεις πάνω στη συγκυρία. Όσον αφορά τα γεγονότα σε σχέση με τη δολοφονία του Ναέλ, θα ξετυλιχτεί μία συζήτηση για τα όρια των ταραχών, δηλαδή περί του γιατί το συγκεκριμένο ξέσπασμα δεν πλαισιώθηκε μαζικότερα, ποιο ήταν το πλαίσιο της καταστολής, ποιος ήταν ο ρόλος των φασιστών αλλά και η λειτουργία της αστυνομίας. Όσον αφορά τη συγκυρία, θα επιχειρηθεί μία ανάλυση της περιόδου και τέλος όσον αφορά τη συζήτηση μπορεί να υπάρξει μία επικέντρωση στις ταραχές ή στην ανάλυση της κρατικής διαχείρισης της αντι-εξέγερσης, ανάλογα και με τις διαθέσεις όλων μας.
Πρώτα όμως θα επιχειρήσουμε μια μικρή εισαγωγή από τις ομάδες που αναλάβαμε την ευθύνη διοργάνωσης του διημέρου των συγκεκριμένων εκδηλώσεων, η οποία αποτελεί και μία πρώτη μικρή επεξεργασία των εν λόγω ζητημάτων εκ μέρους μας…
Αποικιοκρατία, πολεοδομία και φυλετικοποίηση
Η ιστορία της αποικιοκρατίας συνδέεται με την ιστορία της μετανάστευσης στα προάστια της Γαλλίας μετά το 1950. Αρχικά από τις πρώην αποικίες στη Βόρεια και Δυτική Αφρική έφτασε η απαραίτητη εργατική δύναμη για την ανάπτυξη του γαλλικού κράτους, η οποία όμως δεν προορίστηκε για μόνιμη εγκατάσταση. Συνέπεια αυτού ήταν η χωροθέτηση του συγκεκριμένου πληθυσμού σε φτωχογειτονιές και σε παραγκουπόλεις, και στη συνέχεια σε έργα -“cités” – στην περιφέρεια των μεγάλων αστικών κέντρων. Οι περιοχές αυτές ονομάζονταν “banlieues”, ήταν φτωχές και ένα μέρος εξ αυτών ελεγχόταν πολιτικά από το κομμουνιστικό κόμμα μέχρι και το 1980 (banlieues rouges). Η απομόνωση του μεταναστευτικού προλεταριάτου του Παρισιού, της Μασσαλίας και της Λυών στα προάστια συνδέεται με την κατασκευή των τεράστιων κατοικιών οικοδομικών τετραγώνων από πλευράς του κράτους, την απομόνωση από το λευκό κέντρο των αστών αλλά τη συγκρότηση των κατοίκων σε κοινότητες. Συνάμα ίσως καταδεικνύει την αδυναμία του επίσημου εργατικού κινήματος να συνδεθεί με τους νέους μετανάστες από τις αποικίες (παράδειγμα σαμποτάρισμα απεργίας Talbot – Peugeot, 1982). Όμως οι μετανάστες από τις αποικίες παρέμειναν στα περίχωρα της γαλλικής πρωτεύουσας και άλλων πόλεων, περιθωριοποιήθηκαν, δούλεψαν, αγωνίστηκαν και αστυνομεύτηκαν σκληρά από τη γαλλική αστυνομία μέχρι και σήμερα.
Αυτές οι ιστορικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές σχέσεις είναι που φυλετικοποίησαν τους μετανάστες αλλά και γενικότερα τους κατοίκους των προαστίων και τους μετέτρεψαν σε ξένους, σε μαύρους και Άραβες, και τους κατασκεύασαν ευρύτερα ως Άλλους φυλετικά και πολιτισμικά στη χώρα της γαλλικής δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, τα τεράστια οικιστικά συγκροτήματα σταμάτησαν να κατασκευάζονται και να επιδιορθώνονται από το γαλλικό κράτος μετά το 1970 υπό το πρόσχημα της άρσης της γκετοποίησης, όμως οι λόγοι της παρακμής τους φαίνεται να σχετίζονταν άμεσα με την ευρύτερη οικονομική κρίση, τους αγώνες που την προκάλεσαν, τη αποσάθρωση του βιομηχανικού προλεταριάτου και τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας. Η κοινωνική απομόνωση που προέκυψε από την ίδια την κρατική ρύθμιση βαφτίστηκε γκέτο, η υποχώρηση του κράτους πρόνοιας σε απροθυμία για ένταξη και εκπαίδευση, τα προγράμματα αστικής ανάπλασης για τα προάστια λειτούργησαν ως απόπειρα διάσπασης των εργατικών κοινοτήτων και οι κρατικές έρευνες για τη νεανική βία κατασκεύασαν τους πληθυσμούς των προαστίων ως “επικίνδυνες τάξεις” παράλληλα με τη γαλλική κοινή γνώμη που άρχιζε να αναφέρεται στους κατοίκους αυτών των περιοχών ως κλέφτες και απατεώνες. Οι τελευταίες αυτές ρητορικές είναι και που νομιμοποίησαν την αυστηροποίηση των μεταναστευτικών νόμων και την εγκληματικοποίηση των κοινωνικών πρακτικών των νέων των προαστίων, πιο πρόσφατα μέσα και από ποινές για «συγκεντρώσεις στις σκάλες των κτιρίων» ή διώξεις για τη φασαρία.
Άλλωστε και το 2005 οι αντιδράσεις και οι εξεγέρσεις ενάντια στην περιθωριοποίηση, στην αστυνόμευση και στις δεκάδες δολοφονίες εναντίον τους, έφτασαν να ονομάσουν τους εξεγερμένους νέους των προαστίων, «αποβράσματα», όπως ακούστηκε από τα χείλη του τότε Υπουργού Εσωτερικών Νικολά Σαρκοζί. Τα σύνορα μεταξύ του κέντρου και των προαστίων στο Παρίσι φαίνεται να συντίθενται από φυλετικοποιημένα, θρησκευτικά αλλά και οικονομικά στοιχεία. Οι λόγοι εναντίον των κατοίκων των προαστίων, όμως, τείνουν να επικεντρώνονται στα δύο πρώτα στοιχεία, καθώς τα προβλήματα της φτώχειας αντιμετωπίζονται ως ζητήματα της μετανάστευσης και η μουσουλμανική ταυτότητα συχνά ταυτίζεται με την «τρομοκρατική ισλαμιστική απειλή». Εντός αυτής της συνθήκης ο ρατσισμός έρχεται να λάβει ένα εξέχον διχοτομικό ρόλο στη γαλλική κοινωνία, δημιουργώντας παράλληλα και τις φιγούρες των καλών Αράβων και μαύρων που είναι “σωστά ενταγμένοι” ή εργάζονται στον τομέα της ασφάλειας, πάντα σε αντιδιαστολή με τους ταραχοποιούς, τους εγκληματίες και τους ριζοσπάστες που κατοικούν εντός και εκτός προαστίων.
Ταραχές στα προάστια, καταστολή και ρύθμιση
Οι ταραχές στα προάστια στη Γαλλία αποτελούν μία παράδοση που είναι τόσο παλιά όσο και οι αστυνομικές δολοφονίες των κατοίκων τους. Οι ταραχές που προέκυψαν όμως το 2005 ήταν κομβικές γιατί και το κράτος τις αντιμετώπισε ακριβώς ως τέτοιες. Ήταν η πρώτη φορά που ενεργοποιήθηκε ένας νόμος του καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης και επέβαλε απαγόρευση κυκλοφορίας στο 1/4 της γαλλικής επικράτειας. Ο συγκεκριμένος νόμος είχε θεσπιστεί και εφαρμοστεί μόνο στις αποικίες (της Αλγερίας και της Νέας Καληδονίας), αλλά και την περίοδο πολέμου με την Αλγερία στην περιοχή της Γαλλίας. Το μέτρο αυτό διήρκεσε για περίπου 100 μέρες μετά την εξέγερση, και θύμισε ισχυρά την περίοδο που το γαλλικό κράτος βασάνιζε και δολοφονούσε διαδηλωτές εναντίον της αποικιοκρατίας. Επομένως, διαφαίνεται ότι οι νέες μορφές εξουσίας και συσσώρευσης που προέκυψαν κατά την περίοδο των αποικιακών πολέμων, άρχισαν να χρησιμοποιούνται απέναντι στους εσωτερικούς εχθρούς – αποδιοπομπαίους τράγους από τη σύγχρονη γαλλική δημοκρατία και να τίθενται όλο και συχνότερα σε ισχύ με πρόσχημα και πάλι την ισλαμιστική τρομοκρατία.
Το 2023 ο Μακρόν απέφυγε να κηρύξει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, αλλά ταυτόχρονα η γαλλική κυβέρνηση βασίστηκε πάνω στις ήδη υπάρχουσες δυνάμεις επιβολής του νόμου, δηλαδή σε ένα νομικό καθεστώς “μόνιμης εκτάκτου ανάγκης”, που έχει νομιμοποιηθεί και από τη διαρκή παρουσίαση του γαλλικού στρατού στους δρόμους μετά το 2015. Αυτό το καθεστώς είναι που επιτρέπει τη αυξανόμενη μαζική παρουσία αστυνομικών δυνάμεων, τους διαρκείς ελέγχους της αστυνομίας σε συγκεκριμένες περιοχές από τον αστυνόμο της γειτονιάς, από ειδικά αστυνομικά σώματα για τις λαϊκές συνοικίες και από τα Τάγματα Επιθέσεων και Βιαιοπραγιών που προέρχονται από τα Αντιεγκληματικά Τάγματα (Brigades Anti-Criminalité, BAC), που συλλαμβάνουν οποιοδήποτε αντιδρά απέναντι στις αρχές.
Γενικότερα τα τελευταία χρόνια οι θάνατοι των κατοίκων των προαστίων, ιδιαίτερα των νέων, μοιάζουν να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Αν με πρόεδρο το Σαρκοζί καταγράφονταν 15 θάνατοι το χρόνο, με τον Ολάντ έγιναν περίπου 22 και με τον Μακρόν στους 30, ενώ το 2021 καταγράφηκαν έως και 52 δολοφονίες. Γενικότερα έχει παρατηρηθεί στην ευρύτερη συγκυρία ότι οι θεσμοί καταστολής και ελέγχου τείνουν να αντικαθιστούν τους θεσμούς του κράτους πρόνοιας που αποδιαρθρώνονται. Η αύξηση της καταστολής λοιπόν είναι αντίστοιχη της εσκεμμένης και συνεχούς αναδιάρθρωσης του κράτους πρόνοιας. Σε μία συνθήκη ολοένα και πιο έντονης επισφάλειας, ευαλωτότητας, χαμηλών μισθών και παράλληλων κρίσεων, η αστυνομία συμβολίζει την επιβολή της σταθερότητας δια της βίας. Εντός μία συνθήκης όπου διαμορφώνεται και μαζικοποιείται ένα ρευστό και πλεονάζον εργατικό δυναμικό το οποίο δεν μπορεί να ενταχθεί σε σταθερές θέσεις εργασίας ή να ταυτιστεί με το παραδοσιακό εργατικό κίνημα, η αστυνομική διαχείριση αποτελεί έκφραση της λιτότητας, υπεράσπιση της επιβολής της αλλά ίσως και μία ένδειξη της ευθραυστότητας της νομιμοποίησης του εκάστοτε καθεστώτος ασφάλειας.
Οπότε η αύξηση των δολοφονιών των νέων στα προάστια, μπορεί να αναδείξει μία συνολικότερη τάση του κράτους να καταφεύγει στην ανοιχτή βία, στο σκληρότερο μαστίγιο, αντί της όποιας μορφής ενσωμάτωσης. Παράλληλα η συγκεκριμένη αύξηση μπορεί μερικώς να στοιχειοθετηθεί πάνω σε ένα συγκεκριμένο νόμο περί αυτοάμυνας που αφορά την αστυνομία και θεσπίστηκε το 2017. Το άρθρο L.435 του γαλλικού κανονισμού εσωτερικής ασφάλειας που περιγράφεται και ως «άρνηση συμμόρφωσης» κάποιου υπόπτου έχει πολλαπλασιάσει τις περιπτώσεις που ο πυροβολισμός ενός αστυνομικού ορίζεται ως αυτοάμυνα και άρα έχει πολλαπλασιάσει την ευχέρεια των αστυνομικών να τραβάνε τη σκανδάλη, κάτι που είδαμε να συμβαίνει και στην περίπτωση της δολοφονίας του Ναέλ, αλλά η γενικότερη αύξηση της έντασης γίνεται εμφανής και από τους 12 θανάτους διαδηλωτών την περίοδο του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων. Η χρήση όπλων από την αστυνομία προς κινούμενα οχήματα έχει επίσης αυξηθεί, εξαιτίας του κανονισμού περί άρνησης συμμόρφωσης. Η Γενική Επιθεώρηση της Εθνικής Αστυνομίας (IGPN) της Γαλλίας, αναφέρει ότι μεταξύ 2012 και 2015, σημειώθηκαν κατά μέσο όρο περίπου 115 πυροβολισμοί ετησίως, ενώ το 2020 και το 2021 οι πυροβολισμοί ξεπέρασαν τους 150 ετησίως. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι οι μορφές της πολιτικής εξουσίας τείνουν να λαμβάνουν εκφράσεις που αντιστοιχούν στις μορφές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της εργασίας.
Κοινότητες, διαχωρισμοί και πολιτισμικές συνδέσεις
Οφείλουμε να αναδείξουμε ότι οι παλαιότεροι μετανάστες των προαστίων συμμετείχαν στο Μάη του ‘68 μέσα από απεργίες σε εργοστάσια και είχαν ιδιαίτερα δυναμική συμμετοχή καθώς ήταν εξειδικευμένοι εργάτες που όμως είχαν καταλήξει να δουλεύουν σε ιδιαίτερα χαμηλά πόστα. Επίσης οι ταραχές στα προάστια του 2005, όπως και του 2022, ακολουθούν ευρύτερα κινήματα που εκδηλώνονται στα κέντρα των γαλλικών πόλεων. Και αν το 2005 ήταν το φοιτητικό κίνημα αυτό που εξελίχθηκε νωρίτερα, το 2022 είχε προηγηθεί και εξελισσόταν το κίνημα ενάντια στις μεταρρυθμίσεις του συνταξιοδοτικού συστήματος. Αντίστοιχα εντός του κινήματος των κίτρινων γιλέκων (Gillet Jeunets) που αρχικά εκκίνησε εξαιτίας της αύξησης των τιμών των καυσίμων, είδαμε να αναδύονται τα μαύρα γιλέκα (Gillet Noirs) ως μία οργάνωση και κοινωνική κινητοποίηση μεταναστών για να διεκδικήσουν χαρτιά και να εναντιωθούν στα μέτρα περιθωριοποίησης τους και καταστολής τους. Βέβαια οφείλουμε να σημειώσουμε ότι γαλλική κοινή γνώμη ενώ συνήθως εναντιώνεται στις μεταρρυθμίσεις της αναδιάρθρωσης και στηρίζει, δημοκοπικά τουλάχιστον, τους αγώνες εναντίον της, καταδικάζει σε ακραία ποσοστά τις ταραχές στα προάστια.
Σε αντίθεση με το 2005, βλέπουμε ότι η δολοφονία του Ναέλ καταγράφεται σε βίντεο και αναπαράγεται σε μαζική κλίμακα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αντίστοιχα με τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ στις ΗΠΑ το 2020. Η αναπαραγωγή του συμβάντος μέσα από μία διαρκή αναπαραγωγή των κινούμενων εικόνων της δολοφονίας αλλά και των πρώτων στιγμών της εξέγερσης δείχνει να επεκτείνει ταυτόχρονα σε πολλές και διαφορετικές πόλεις της Γαλλίας, ακόμα και στα αστικά κέντρα. Σε αυτή τη μαζική αναπαραγωγή εικόνων της εξέγερσης και στην ψηφιακή επικοινωνία για χάριν της δράσης, οι συμμετέχοντες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δείχνουν παροδικά να ξεπερνούν την εναρμόνιση τους στην ναρκισσιστική τροφοδοσία του αλγόριθμου. Η αλλιώς μπορούμε να πούμε ότι η αναπαραγωγή της ψηφιακής περσόνας προστίθεται στο συλλογικό πράττειν της εξέγερσης, το οποίο καταγράφεται και κυκλοφορεί σαν φλεγόμενο βέλος στα γαλλικά προάστια και στις πόλεις. Άλλωστε και ο ίδιος υπουργός εσωτερικών της Γαλλίας, ο Gérald Darmanin, έκανε απανωτές εκκλήσεις να μην χρησιμοποιούνται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως κανάλια διασποράς της βίας. Όπως είχε σημειωθεί και από τον Mark Fisher όσον αφορά τις ταραχές στην Αγγλία του 2011, οι δυνατότητες των συγκεκριμένων μέσων επικοινωνίας σε στιγμές κυκλοφορίας της εξέγερσης ξεπερνούν τα όρια του επικοινωνιακού καπιταλισμού και δύναται να συντελέσουν στη δημιουργία και συντονισμό κοινοτήτων αγώνα με ταξικά χαρακτηριστικά. Βέβαια πρέπει ταυτόχρονα να πούμε ότι αυτά τα μέσα μπορεί εξίσου να παράγουν και έναν εξεγερσιακό ναρκισσισμό ή θεαματικό φετιχισμό, που να συνδέεται σε ορισμένες περιπτώσεις με την γρήγορη οπισθοχώρηση της εξέγερσης ή ακόμα και με ψηφιακές εκφάνσεις μίας κοινωνικής αντι-εξέγερσης όπως είδαμε και στις περιπτώσεις τέτοιων γκρουπ στο Telegram.
Επιπλέον ο Ναέλ, πέρα από νεαρός κάτοικος των προαστίων της Nanterre, συμμετείχε σε μουσικά χιπ χοπ βίντεο κλιπ αλλά και σε αθλητικές ομάδες. Οι δύο αυτές κοινότητες φαίνεται να προώθησαν σημαντικά τη μαζικότητα των πρώτων καλέσματων απέναντι στη δολοφονία του αλλά και τις γενικότερες διαμαρτυρίες, δημιουργώντας συλλογικές ταυτίσεις αλλά και συγκρουσιακές προοπτικές απέναντι στη συλλογικά βιωμένη αδικία.
Η ραπ άλλωστε, όπως έχει ειπωθεί και από τον «κακό δάσκαλο» της Ιταλικής Αυτονομίας Antonio Negri, αποτελεί το σάουντρακ της εξέγερσης του μιγαδικού πλήθους. Η ραπ μουσική μίλησε για τον ρατσισμό, τις φυλακές, την εργασία ή την έλλειψη της, τα ναρκωτικά και για την καθημερινότητα των γκέτο, στοιχεία δηλαδή, που αποτελούσαν καθημερινότητα στη ζωή των αφροαμερικανών, αλλά και των ισπανόφωνων στις ΗΠΑ, και αναδείκνυαν τους λόγους των συνεχών εξεγέρσεων της φυλετικοποιημένης εργατικής τάξης απέναντι στη δολοφονική καταστολή των αστυνομικών δυνάμεων.
Ελληνική πραγματικότητα και η αντιστοιχία με Ρομά
Πρέπει να σημειωθεί ότι, αν παλαιότερα οι κάτοικοι των προαστίων ήταν μετανάστες και μετανάστριες, σήμερα τα παιδιά τους έχουν γαλλική ταυτότητα και παρ’ όλα αυτά συνεχίζονται να ζουν εκτός των ακριβών αστικών κέντρων, να ελέγχονται, να παρενοχλούνται και να δολοφονούνται από την αστυνομία. Μία αντιστοιχία στην ελληνική πραγματικότητα που αντιληφθήκαμε ήταν αυτή με τις κοινότητες των Ρομά που επίσης αν και έχουν μπλε ταυτότητα είναι ενσωματωμένες μόνο δια του αποκλεισμού. Φυσικά αναγνωρίζουμε τις έντονες διαφορές που υπάρχουν μεταξύ αυτών των πληθυσμών αλλά εντοπίζουμε τις ομοιότητες της κατασκευής τους από το κράτος ως επικίνδυνες τάξεις αλλά και των αστυνομικών δολοφονιών εναντίον τους.
Συγκεκριμένα η εξ επαφής δολοφονία του Ναέλ μέσα σε αμάξι από αστυνομικό έλεγχο μας θύμισε τις δολοφονίες του Νίκου Σαμπάνη το 2021 και του Κώστα Φραγκούλη το 2022 (αμφότερων ανήλικων Ρομά) από αστυνομικούς σε καταδίωξη. Το κράτος έρχεται μέσα από ρυθμίσεις, ελέγχους και πυροβολισμούς να κατασκευάσει τους Ρομά ως πληθυσμό προς διαχείριση (αντίστοιχα με τους κατοίκους των προαστίων της Γαλλίας) και να τους ορατοποιήσει ως βδελυρούς, βρώμικους, επικίνδυνους, τεμπέληδες και εγκληματίες. Ταυτόχρονα ο οικονομικός και χωροταξικός αποκλεισμός, οι σαθρές παροχές του κράτους στα σπίτια τους και οι περιορισμοί σε μορφές επιβίωσης αμιγώς στο πλαίσιο της άτυπης οικονομίας που παράγει ο ρατσισμός τους τοποθετούν στο περιθώριο της παραγωγής και συγκροτούν αντιστάσεις και ταραχές που δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Εμφανείς όμως είναι και κάποιες σημαντικές διαφορές, με πιο έκδηλη να είναι αυτή της κατασκευής ενιαίας φυλετικής ταυτότητας και της κατοίκησης εκτός του αστικού ιστού για τον πληθυσμό των Ρομά, που δημιουργεί και μεγαλύτερες δυσκολίες σύνδεσης με τον πληθυσμό του αστικού χώρου. Το δεύτερο αυτό στοιχείο είναι που καθορίζει και τις εκφράσεις των ταραχών που πραγματοποιούνται μετά από αστυνομικές δολοφονίες, οι οποίες επικεντρώνονται περισσότερο στους αυτοκινητοδρόμους παρά στα αστικά κέντρα.
Δίνουμε λοιπόν το λόγο στις συντρόφισσες και στους συντρόφους από Γαλλία για να μας μιλήσουν για τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά τη δολοφονία του Ναέλ. Βέβαια η συγκεκριμένη εκδήλωση και κουβέντα ευελπιστούμε να ξεπεράσει τα όρια της συγκεκριμένης εξέγερσης ή των θεμάτων που θίξαμε στην εισαγωγή και να θέσει επί τάπητος το ζήτημα της παγκόσμιας συγκυρίας μέσα από τις εξεγέρσεις και τους αγώνες που βλέπουμε να αναδύονται, όπως και των προληπτικών αντι-εξεγερτικών και κατασταλτικών μέτρων του κράτους απέναντι τους.