Μαουρίτσιο Λατσαράτο: Οι Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία

[Εισαγωγικό σημείωμα της μετάφρασης:

Το παρακάτω κείμενο, με τον τίτλο Οι Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία (που παραπέμπει στην ομώνυμη συλλογή άρθρων του Καρλ Μαρξ από το 1850 πάνω στις συνθήκες που γέννησαν τη γαλλική επανάσταση του 1848), γράφτηκε από τον Μαουρίτσιο Λατσαράτο τον περασμένο Απρίλιο και καταπιάνεται με το πρόσφατο κύμα μαζικών και μαχητικών κινητοποιήσεων ενάντια στην περαιτέρω καπιταλιστική αναδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας που ανέλαβε η κυβέρνηση Μακρόν με την κωδική ονομασία «συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση».

Ο Λατσαράτο αναλύει τις κινητοποιήσεις εναντίον της αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 χρόνια από την σκοπιά της ταξικής σύνθεσης των αγωνιζόμενων υποκειμένων, των μορφών διακυβέρνησης που υιοθετεί το κράτος για να διαχειριστεί την κοινωνική αναταραχή και των γεωπολιτικών ισορροπιών που αναδιατάσσονται στην εποχή των ενδοϊμπεριαλιστικών πολέμων, τοποθετώντας παράλληλα την πρόσφατη έκρηξη του ταξικού ανταγωνισμού στην Γαλλία στα πλαίσια του παγκόσμιου κύκλου αγώνων που ξέσπασε το 2011 ακολουθώντας τις αλλεπάλληλες κρίσεις της καπιταλιστικής ολότητας.

Ο Λατσαράτο είναι Ιταλός κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, ο οποίος κατοικεί στο Παρίσι από το 1979, όταν διέφυγε από την χώρα του προκειμένου να αποφύγει την πολιτική δίωξη λόγω της συμμετοχής του στο κίνημα της Εργατικής Αυτονομίας κατά την δεκαετία του ’70. Έκτοτε ο Λατσαράτο συμμετέχει στο γαλλικό ανταγωνιστικό κίνημα, συνεισφέροντας στο θεωρητικό ρεύμα της μετα-αυτονομίας μέσα από τις κριτικές του αναλύσεις για την άυλη εργασία, τον γνωσιακό καπιταλισμό, την βιοπολιτική εξουσία του νεοφιλελευθερισμού, το χρέος ως μορφή διακυβέρνησης και τον πόλεμο, μεταξύ άλλων.

Επιλέξαμε να μεταφράσουμε και να δημοσιεύσουμε το κείμενο ως πρώτη κίνηση διάδοσης πολιτικο-θεωρητικών κειμένων που, χωρίς απαραίτητα να εκφράζουν τις συλλογικές θέσεις της συνέλευσης, θεωρούμε ότι συνεισφέρουν στον κινηματικό διάλογο ο οποίος στοχεύει στην όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού. Η πλανητικότητα των σύγχρονων φαινομένων κρίσης και καταστροφής που παράγει ο καπιταλισμός όχι μόνο επιτάσσει την διεθνιστική αλληλεγγύη, αλλά καθιστά απαραίτητη την σκέψη και την δράση που αναζητά την υπέρβαση των συνόρων και την συνάρθρωση των αγώνων στο εδώ και το τώρα.

Το Οι Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στην ιστοσελίδα Ill Will (απ’ όπου και μεταφράστηκε), ενώ είναι επίσης διαθέσιμο στα ιταλικά και τα ισπανικά. Στα ελληνικά, βρίσκεται μεταφρασμένο και από την Προλεταριακή Πρωτοβουλία. Η παρούσα εκδοχή είναι προϊόν συλλογικής μετάφρασης και έγινε από τα αγγλικά. Ο βασικός λόγος πίσω από αυτή την επιλογή αφορά στην πρόκριση της συλλογικής προσπάθειας και στη μεγιστοποίηση του αριθμού των συμμετοχών σε αυτήν.  Ωστόσο, στην τελική επιμέλεια έγινε αντιπαραβολή με το ιταλικό πρωτότυπο. Ευχαριστούμε θερμά τις Κ.Σ. και Β.Β. για τις επισημάνσεις σχετικά με το ιταλικό κείμενο.]

___

Ας μπούμε κατευθείαν στην καρδιά του ζητήματος: μετά τις τεράστιες διαδηλώσεις εναντίον των συνταξιοδοτικών «μεταρρυθμίσεων», ο πρόεδρος Μακρόν αποφάσισε να τις «επιβάλει με το ζόρι» παρακάμπτοντας το κοινοβούλιο και επιβάλλοντας μια κυριαρχική απόφαση για την υιοθέτηση ενός νόμου που αυξάνει την ηλικία συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη. H άμεση απάντηση που δόθηκε από τις διαδηλώσεις ήταν «θα επιβληθούμε και εμείς με το ζόρι». Μεταξύ δύο αντίθετων βουλήσεων -στην προκειμένη περίπτωση, της κυρίαρχης βούλησης της μηχανής Κράτους- Κεφαλαίου και της βούλησης της [εργατικής] τάξης- ο αποφασιστικός παράγοντας είναι η ισχύς. Ο συμβιβασμός εργασίας-κεφαλαίου έχει σπάσει από τη δεκαετία του 1970, αλλά η οικονομική κρίση και ο πόλεμος ριζοσπαστικοποίησαν περαιτέρω τις συνθήκες της αντιπαράθεσης.

Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να αναλύσουμε τους δύο πόλους αυτής της σχέσης εξουσίας, η οποία βασίζεται στην ισχύ, στα πλαίσια των πολιτικών συνθηκών μεταξύ 2008 και 2022.

Ο Γαλλικός Μάρτης

Το κίνημα φαίνεται να έχει αντιληφθεί την αλλαγή πολιτικής φάσης που προκλήθηκε, πρώτα και κύρια, από την οικονομική κρίση του 2008 και, στη συνέχεια, από τον πόλεμο. Έχει αξιοποιήσει διάφορες μορφές αγώνα που ανέπτυξε το γαλλικό προλεταριάτο κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, ενώνοντάς τες, συναρθρώνοντάς τες και νομιμοποιώντας έτσι στην πράξη τις διαφορές τους. Οι συνδικαλιστικοί αγώνες, με τις ειρηνικές πορείες τους, σταδιακά μετασχηματίστηκαν μέσω της συμμετοχής των μη-μισθωτών διαδηλωτών (στις 23 Μαρτίου, για παράδειγμα, η παρουσία της νεολαίας, των φοιτητ(ρι)ών και των μαθητ(ρι)ών λυκείου ήταν μαζική), οι οποίοι ξεκίνησαν πολυήμερες «άγριες» [sauvage] διαδηλώσεις, οι οποίες ξέσπασαν το σούρουπο στους δρόμους του Παρισιού και άλλων μεγάλων πόλεων (όπου ήταν ακόμη πιο έντονες).

Αυτή η στρατηγική της ομαδικής δράσης, η οποία μετακινείται συνεχώς από το ένα τμήμα της πόλης στο άλλο, σκορπώντας στο διάβα της τους μπάτσους , αποτελεί ξεκάθαρη κληρονομιά των μορφών αγώνα των Κίτρινων Γιλέκων, τα οποία άρχισαν να τρομοκρατούν την αστική τάξη όταν αντί να παρελάσουν ειρηνικά μεταξύ των πλατειών Ρεπουμπλίκ και Νασιόν, έφεραν την «φωτιά» στις πλούσιες γειτονιές στα δυτικά του Παρισιού. Τη νύχτα της 23ης Μαρτίου 2023, μόνο στην πόλη του Παρισιού, μετρήθηκαν 923 «εστίες πυρκαγιάς». Σύμφωνα με τους μπάτσους, οι «άγριες» νύχτες ξεπέρασαν σε ένταση τις «εφόδους» των Κίτρινων Γιλέκων.

Κανένα συνδικάτο, ούτε καν το πιο φιλικά διακείμενο απέναντι στον πρόεδρο (CFDT) δεν καταδίκασε τις «άγριες» διαδηλώσεις. Τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία όλα ανεξαιρέτως ανήκουν σε ολιγάρχες που αγωνιωδώς προσδοκούσαν μια μεταστροφή της κοινής γνώμης μετά τα πρώτα δείγματα «βίας», απογοητεύτηκαν: τα δύο τρίτα των Γάλλων συνέχισαν να υποστηρίζουν την εξέγερση. Ο «κυρίαρχος» αρνήθηκε να συναντηθεί με τα συνδικάτα, σηματοδοτώντας σαφώς την επιθυμία του για άμεση αντιπαράθεση χωρίς διαμεσολάβηση. Άπαντες έτσι συμπέραναν ότι δεν υπήρχε παρά μόνο μία στρατηγική προς υιοθέτηση, δηλαδή να συναρθρωθούν διαφορετικές μορφές αγώνα αψηφώντας τη διάκριση μεταξύ «βίας» και «ειρηνισμού».

Η μαζικοποίηση και η διαφοροποίηση των συμμετεχόντων στις πορείες μπορεί επίσης να γίνει αντιληπτή στις απεργιακές περιφρουρήσεις, οι οποίες είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο σημαντικές από τις ίδιες τις διαδηλώσεις. Η επιλογή του Μακρόν πιθανότατα επιβλήθηκε επίσης από το όχι εντελώς επιτυχημένο μπλοκάρισμα της γενικής απεργίας στις 7 Μαρτίου (μέχρι τις 8 Μαρτίου, η κατάσταση είχε σχεδόν εξομαλυνθεί!). Αυτό όμως που δεν προέβλεψε ο Μακρόν ήταν η επιτάχυνση του κινήματος μετά την απόφαση για την εφαρμογή της διάταξης 49.3.

Το μόνο κίνημα που δεν έχει ενσωματωθεί με τον αγώνα είναι η εξέγερση στα προάστια. Ούτε αυτή τη φορά επετεύχθη κάποια σύνδεση μεταξύ των «μικρών λευκών» (petits blanc) (το φτωχότερο κλιμάκιο του λευκού προλεταριάτου) και των «βαρβάρων» (barbares) (τα γαλλικά παιδιά μεταναστών, οι «ιθαγενείς της δημοκρατίας»). Αυτό έχει σημασία, όπως θα δούμε αργότερα, αφού εδώ διακυβεύεται η πιθανή παγκόσμια επανάσταση, η σύγκλιση μεταξύ Βορρά και Νότου.

Υπήρξε μία εκ των πραγμάτων και καθολικά αποδεκτή σύνδεση μεταξύ των μαζικών αγώνων και εκείνων μιας μειοψηφικής τάσης που αφοσιώθηκε στην παράταση της σύγκρουσης μέχρι τη νύχτα μέσω της χρήσης των κάδων απορριμμάτων που μαζεύονται στην άκρη του δρόμου (λόγω της απεργίας των σκουπιδιάρηδων) για να εμποδίσουν την αστυνομία και να προκαλέσουν zbeul (αταξία, από το μαγκρεμπιανό αραβικό zebla, δηλαδή σκουπίδι). Προς το παρόν, ας την ονομάσουμε «πρωτοπορία», γιατί δεν ξέρω πώς αλλιώς να την ονομάσω, ελπίζοντας πως οι συνήθεις κρετίνοι δεν αρχίσουν να φωνάζουν περί λενινισμού. Δεν πρόκειται για την μεταφορά συνείδησης σε ένα προλεταριάτο που τη στερείται, ούτε για τη λειτουργία της πολιτικής ηγεσίας, αλλά αντίθετα για τη συνάρθρωση του αγώνα ενάντια στη σιδερένια γροθιά που επιβάλλουν οι κατεστημένες δυνάμεις. Η σχέση μεταξύ των μαζών από τη μια πλευρά και των ενεργών μειοψηφιών από την άλλη είναι παρούσα σε όλα τα επαναστατικά κινήματα. Το ζήτημα δεν είναι να εξαλείψουμε αυτή τη σχέση, αλλά να την επανεξετάσουμε κάτω από νέες συνθήκες.

Πριν από τις σημερινές μεγάλες κινητοποιήσεις, το γαλλικό προλεταριάτο διαπερνιόταν από διαφορές και διαιρέσεις, γεγονός που αποδυνάμωνε τη δύναμη κρούσης του. Εδώ μπορούμε μόνο να τις συνοψίσουμε: τα συνδικάτα και τα θεσμικά αριστερά κόμματα [με εξαίρεση το France Insoumise (Ανυπότακτη Γαλλία)] δεν κατανόησαν ποτέ το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων – ούτε τη φύση του, ούτε τα αιτήματα των εργαζομένων που απέκλιναν από τα κλασικά πρότυπα των αγώνων των μισθωτών. Αντιμετώπισαν τους αγώνες τους με αδιαφορία ή και εχθρότητα. Από την άλλη πλευρά, ανοιχτή ήταν η εχθρότητα που τα ίδια αυτά κόμματα (με εξαίρεση την Ανυπότακτη Γαλλία) επιδεικνύουν προς τους «βαρβάρους» των γαλλικών προαστίων (banlieues), από κοινού με ένα μέρος του φεμινιστικού κινήματος, όταν όλοι μαζί καταλήφθηκαν από τις ρατσιστικές εκστρατείες που διεξήγαγαν οι [κατεστημένες] δυνάμεις και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κατά της «ισλαμικής μαντίλας». Από την πλευρά τους, ούτε οι φεμινίστριες ούτε οι «βάρβαροι» κατάφεραν να αναπτύξουν τις δικές τους αυτόνομες και ανεξάρτητες μορφές οργάνωσης που θα ήταν ικανές να αναγκάσουν τα συνδικάτα και τα άλλα κλειστά κόμματα (των οποίων η βάση διαρκώς συρρικνώνεται) να τους πάρουν στα σοβαρά. Στο εσωτερικό των «βαρβάρων», έχει αναπτυχθεί μια θεωρία αποαποικιοποίησης, πολλές από τις θέσεις της οποίας μπορούν να γίνουν αποδεκτές από όλους, αλλά η οποία δεν κατάφερε ποτέ να ριζώσει στις γειτονιές και να αναπτύξει μια μαζική οργάνωση. Το φεμινιστικό κίνημα, από την πλευρά του, είναι καλά οργανωμένο και έχει αναπτύξει διαυγείς και λεπτομερείς αναλύσεις, εκφράζοντας ριζοσπαστικές θέσεις, αλλά δεν επιφέρει πολιτικές ρήξεις αυτού του μεγέθους. Δεν έχει δώσει τη δική του πολιτική μάχη στο πλαίσιο των εν εξελίξει αγώνων, παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες είναι σίγουρα οι πιο πληττόμενες από τις «μεταρρυθμίσεις». Έτσι, Το γαλλικό προλεταριάτο κατακερματίζεται από τον ρατσισμό, τον σεξισμό και τις νέες μορφές επισφαλούς εργασίας.

Το τρέχον κίνημα έχει bouger le lignes, που λένε και οι Γάλλοι, δηλαδή έχει μετατοπίσει τις διαχωριστικές γραμμές, ανασυνθέτοντας εν μέρει τις διαφορές. Οι οικολογικές δράσεις έχουν επίσης αντλήσει ισχύ και πόρους μέσα από αγώνες. Οι συγκρούσεις στο Σαν Σολίν, ενάντια στην κατασκευή μεγάλων δεξαμενών συλλογής νερού για τη βιομηχανική γεωργία, όπου η αστυνομία χρησιμοποίησε πολεμικά όπλα, πυροδότησαν την αγανάκτηση και κινητοποίησαν τον κόσμο να ξεκινήσει τις δικές του «άγριες» διαδηλώσεις, αν και σε μικρότερη κλίμακα.

Μήπως αυτό σηματοδοτεί ένα άλμα ανασύνθεσης; Ίσως είναι πολύ νωρίς για να το πούμε. Σε κάθε περίπτωση, τα διάφορα κινήματα που κατέκλυσαν τη Γαλλία τα τελευταία χρόνια αναμίχθηκαν με συνδικαλιστικού τύπου κινητοποιήσεις προσδίδοντάς τους μια διαφορετική εικόνα κι ουσία: μια αμφισβήτηση της εξουσίας και του κεφαλαίου. Μέσα σε δύο μήνες, έκαψαν τον Μακρόν και άφησαν την προεδρία του σε αδιέξοδο.

Όταν το πολιτικό σύστημα των δυτικών χωρών γίνεται ολιγαρχικό και η συναίνεση δεν μπορεί πλέον να διασφαλιστεί μέσω των μισθών, των εσόδων και της κατανάλωσης, αφού αυτά υπόκεινται σε συνεχείς αποκλεισμούς και μειώσεις, η αστυνομία γίνεται ο βασικός άξονας της «διακυβέρνησης». Κατά την προεδρία του, ο Μακρόν διαχειρίστηκε τους κοινωνικούς αγώνες αποκλειστικά και μόνο διά της αστυνομίας.

Η βίαιη επέμβαση αποτελεί πια τον πυρήνα της γαλλικής πολιτικής στρατηγικής προς τη διατήρηση της τάξης. Η Γαλλία δεν έχει μόνο σπουδαία επαναστατική παράδοση· έχει επίσης παράδοση στην άσκηση αντεπαναστατικής βίας, πρωτοφανούς στις αποικίες και ανάλογης του κινδύνου που εγκυμονούσε για την εξουσία στη μητρόπολη (όπου, το 1848, επιστράτευσε τον αποικιακό στρατό Armée d’Afrique  ο οποίος είχε κατακτήσει την Αλγερία το 1848, για να καταστείλει την επανάσταση).

Στο εξής, το διακύβευμα του κινήματος δεν περιορίζεται πλέον στην εργασία και την απόρριψή της αλλά αφορά το ίδιο το μέλλον του καπιταλισμού και του Κράτους του, όπως συμβαίνει πάντα όταν ξεσπούν πόλεμοι μεταξύ ιμπεριαλισμών!

Το μάθημα που μπορεί να αντληθεί από αυτούς τους δύο μήνες αγώνα αφορά την επείγουσα ανάγκη επανεξέτασης και αναδιαμόρφωσης του ζητήματος της ισχύος, της οργάνωσής της και της χρήσης της. Η τακτική και η στρατηγική γίνονται και πάλι πολιτικές αναγκαιότητες, ζητήματα τα οποία τα κινήματα μέχρι τώρα είχαν την τάση να παραβλέπουν, έχοντας αντ’ αυτού επικεντρωθεί σχεδόν αποκλειστικά στην ιδιαιτερότητα των σχέσεων εξουσίας τους (σεξιστικές, ρατσιστικές, οικολογικές, μισθωτές).  Ωστόσο, με το να κινούνται αντικειμενικά κι από κοινού, ελλείψει υποκειμενικού συντονισμού, έχουν ανεβάσει το συνολικό επίπεδο της αντιπαράθεσης, αποδομώντας παράλληλα την κατεστημένη εξουσία. Είτε το πρόβλημα της ρήξης με τον καπιταλισμό και ό,τι αυτός συνεπάγεται θα τεθεί εκ νέου, είτε οι δράσεις μας θα παραμείνουν αποκλειστικά αμυντικές. Ιστορικά, όταν ξεσπά πόλεμος μεταξύ ιμπεριαλισμών, αυτό που αναδύεται είναι πάντα η πιθανότητα «κατάρρευσης» του (από την οποία μπορεί επίσης να αναδυθεί ένας νέος καταμερισμός εξουσίας στην παγκόσμια αγορά και ένας νέος κύκλος συσσώρευσης). Οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία έχουν πλήρη επίγνωση του διακυβεύματος. Αυτό που ακόμα είναι υπό συζήτηση, είναι αν ο ταξικός αγώνας μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτό το επίπεδο αντιπαράθεσης.

Δυτική Απολυταρχία

Το γαλλικό σύνταγμα προβλέπει πάντα τη δυνατότητα του «κυρίαρχου» να αποφασίζει εντός των ορίων των λεγόμενων δημοκρατικών θεσμών. Εξ ου και η επινόηση του 49.3, η οποία επιτρέπει τη νομοθέτηση δίχως επικύρωση από το κοινοβούλιο. Πρόκειται για την εγγραφή στο σύνταγμα μιας ολόκληρης συνέχειας διαδικασιών πολιτικού συγκεντρωτισμού που ξεκίνησαν πολύ πριν από τη γέννηση του καπιταλισμού. Ο συγκεντρωτισμός της στρατιωτικής ισχύος (το νόμιμο μονοπώλιο της άσκησής της), ο οποίος επίσης προϋπήρχε του καπιταλισμού, αποτελεί την άλλη απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάδυση της μηχανής Κράτους-Κεφαλαίου. Αυτή, με τη σειρά της, προβαίνει αμέσως στη συγκεντροποίηση οικονομικής ισχύος μέσω της συγκρότησης μονοπωλίων και ολιγοπωλίων, τα οποία, καθ’ όλη τη μακρά ιστορία του καπιταλισμού, αυξάνονται αδιάλειπτα, τόσο σε μέγεθος όσο σε οικονομική και πολιτική βαρύτητα.

Ένα σημαντικό μέρος της πολιτικής σκέψης έχει αγνοήσει τον πραγματικά υπαρκτό καπιταλισμό, απαλείφοντας τις διαδικασίες του «κυρίαρχου» συγκεντρωτισμού και στρώνοντας έτσι το δρόμο για τις έννοιες της «κυβερνητικότητας» (Φουκώ), της «κυβέρνησης» (Αγκάμπεν, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά εξαφανίστηκε με τον ελάχιστα βιοπολιτικό πόλεμο μεταξύ των ιμπεριαλισμών) και της «διακυβέρνησης».

Οι σχετικές διατυπώσεις του Φουκώ είναι ενδεικτικές του θεωρητικού κλίματος της αντεπανάστασης: «Η οικονομία είναι μα θεωρία χωρίς ολότητα· η οικονομία είναι μια θεωρία που αρχίζει να φανερώνει όχι μόνο την αχρηστία αλλά το ανέφικτο μιας κυρίαρχης σκοπιάς».[1] Τα μονοπώλια είναι οι «κυρίαρχοι» της οικονομίας, που το μοναδικό που κάνουν είναι να αυξάνουν τη βούλησή τους για ολοποίηση, μέσω της συγχώνευσής τους με την «κυρίαρχη» εξουσία του πολιτικού συστήματος και τις «κυρίαρχες» εξουσίες του στρατού και της αστυνομίας.

Ο καπιταλισμός δεν ταυτίζεται με τον φιλελευθερισμό ή τον νεοφιλελευθερισμό. Είναι ριζικά διαφορετικά πράγματα, και είναι ανόητο να περιγράφουμε την ανάπτυξη της μηχανής Κράτους – Κεφαλαίου ως μετάβαση από τις κοινωνίες της κυριαρχίας στις κοινωνίες της πειθάρχησης και την κοινωνία του ελέγχου. Οι τρεις συγκεντρωτισμοί αλληλοσυμπληρώνονται επιβάλλοντας οποτεδήποτε και οπουδήποτε μορφές κυβερνητικότητας (φιλελεύθερες ή νεοφιλελεύθερες), τις οποίες μπορούν είτε να χρησιμοποιήσουν είτε να εγκαταλείψουν σε στιγμές που η ταξική αντιπαράθεση ριζοσπαστικοποιείται.

Η τεράστια ανισορροπία και η πόλωση μεταξύ Kρατών και Tάξεων, που δημιουργούν οι συγκεντρωτισμοί, οδηγούν ευθέως στον πόλεμο, ο οποίος –για μια ακόμη φορά– εκφράζει την αλήθεια του καπιταλισμού (τη σύγκρουση των ιμπεριαλισμών) με άμεσο πολιτικό αντίκτυπο, ειδικά στην περίπτωση των μικρότερων ευρωπαϊκών κρατών. Την ίδια στιγμή που ο Γάλλος πρόεδρος αξιώνει την κυριαρχία του ενάντια στον «πληθυσμό» του, χάνει ένα σημαντικό κομμάτι της, ως καλός υποτακτικός, από τις των ΗΠΑ, οι οποίες –χάρη στον πόλεμο κατά του Ρώσου «ολιγάρχη»– έχουν αντικαταστήσει τον γαλλογερμανικό άξονα με εκείνον των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας και των Ανατολικών Χωρών, στο κέντρο των οποίων οι ΗΠΑ έχουν τοποθετήσει την Πολωνία, την πιο αντιδραστική, σεξιστική, κληρικαλιστική, ομοφοβική, αντεργατική, πολεμοκάπηλη χώρα στην Ευρώπη. Από αυτό το σημείο και μετά, όχι μόνο το ομοσπονδιακό όραμα είναι ουτοπικό, αλλά και η ίδια η Ευρώπη των εθνών. Το μέλλον θα είναι φτιαγμένο από εθνικισμούς και νέους φασισμούς. Αν κανείς ήθελε να αναβιώσει το ευρωπαϊκό πρόταγμα –μετά από άλλη μια, νέα, δουλοπρεπή συγκατάνευση στη λογική του ιμπεριαλισμού του δολαρίου–, θα έπρεπε πρώτα να εμπλακεί σε έναν αγώνα για την απελευθέρωση από την αποικιοκρατία των Γιάνκηδων.

Στη διεθνή σκακιέρα, η Γαλλία εξακολουθεί να μετρά λιγότερο σε σχέση με πριν από τον πόλεμο, όπως όμως όλοι οι περιθωριοποιημένοι ηγεμονίσκοι, ο Μακρόν εξαπολύει όλο του  το μίσος και την αδυναμία του κατά των «υπηκόων» του, στους οποίους επιφυλάσσει ιδιαίτερη μεταχείριση από την αστυνομία του.

Σύμφωνα με τους Financial Times, της 25ης Μαρτίου 2023, «το καθεστώς της Γαλλίας είναι εκείνο που, μεταξύ των πλέον ανεπτυγμένων χωρών, συγκρίνεται συχνότερα με αυταρχική δικτατορία». Είναι διασκεδαστικό να βλέπει κανείς τον διεθνή Τύπο του κεφαλαίου (την Wall Street Journal) να πανικοβάλλεται επειδή «η αναγκαστική πορεία του Μακρόν προς τον μετασχηματισμό της γαλλικής οικονομίας σε ένα περιβάλλον υπέρ των επιχειρήσεων γίνεται εις βάρος της κοινωνικής συνοχής». Η πραγματική τους ανησυχία δεν αφορά τις συνθήκες διαβίωσης των εκατομμυρίων Γάλλων προλετάριων, αλλά τον κίνδυνο του «λαϊκισμού» που θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για την Ατλαντική Συμμαχία, το ΝΑΤΟ, και –κατ’ επέκταση– για τις ΗΠΑ, που το διευθύνουν: η «κοινοβουλευτική ανταρσία» και το «χάος, που ξεδιπλώνεται από τη μια άκρη της χώρας στην άλλη, εγείρουν ανησυχητικά ερωτήματα, σχετικά με το μέλλον της χώρας, στο μυαλό όλων εκείνων που ελπίζουν ότι η Γαλλία θα παραμείνει σθεναρά στο φιλελεύθερο, υπέρ της ΕΕ και υπέρ του ΝΑΤΟ, στρατόπεδο» (Politico). Οι Financial Times πιστεύουν ότι η Γαλλία «ακολουθεί τους Αμερικανούς, τους Βρετανούς και τους Ιταλούς, προκρίνοντας την ψήφο υπέρ του λαϊκισμού». Δεν είναι σαφές εάν είναι υποκριτές ή είναι απλώς ανεύθυνοι. Θέλουν να έχουν συγχρόνως δύο πράγματα: χρηματοπιστωτικές και μονοπωλιακές απολαβές και κοινωνική συνοχή, δημοκρατία και τη δικτατορία του κεφαλαίου, επιχειρήσεις απαλλαγμένες από φόρους, γενναιόδωρα χρηματοδοτούμενες από ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας τελείως στρεβλό προς όφελός τους, και κοινωνική ειρήνη. Το Der Spiegel μιλά για «έλλειμμα δημοκρατίας», για «κίνδυνο για την ίδια τη δημοκρατία»· εντωμεταξύ, πρόκειται για τις ίδιες οικονομικές πολιτικές που, καθημερινά, συντηρούν τα αίτια για τον δυτικό απολυταρχισμό, ο οποίος δεν έχει απολύτως τίποτα –και το εννοώ, όταν λέω τίποτα– να ζηλέψει από εκείνον των χωρών της Ανατολής.

Ο παγκόσμιος κύκλος αγώνων μετά το 2011

Αυτό που μόλις αρχίζουμε να διαβλέπουμε στους αγώνες στη Γαλλία –βασικά, την αμφισβήτηση της εξουσίας και του κεφαλαίου– είναι το ίδιο που οι αγώνες παντού στον Νότο έκαναν αμέσως πράξη, ήδη από το 2011.

Στον 20ό αιώνα, ο Νότος υπηρέτησε μια αποφασιστικής σημασίας στρατηγική λειτουργία –περισσότερο ακόμη κι από τους αγώνες στη Δύση. Η παγκόσμια διάσταση του συσχετισμού ισχύος παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάκτηση της πρωτοβουλίας των κινήσεων. Η κρίση του 2008 δεν έστρωσε το δρόμο μόνο για τη δυνατότητα ενός πολέμου (που ήρθε στην ώρα του), αλλά και για τη δυνατότητα επαναστατικών ρήξεων (η πραγματικότητα των αγώνων δεν είναι στατική, είναι αναγκασμένη να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, αν δεν θέλει να την σαρώσει η συνδυασμένη δράση του πολέμου και των νέων φασισμών).

Η πιο πρόσφατη παγκοσμιοποίηση δεν χάραξε απλώς τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ Βορρά και Νότου· δημιούργησε επίσης θύλακες Βορρά στον Νότο και εγκατέστησε θύλακες Νότου στον Βορρά. Αυτό, δεν μας οδηγεί επ’ ουδενί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ομοιογένεια πολιτικών συμπεριφορών και διαδικασιών υποκειμενοποίησης μεταξύ Βορρά και Νότου. Η πόλωση κέντρου-περιφέρειας είναι εμμενής στον καπιταλισμό και πρέπει, επιτακτικά και διαρκώς να αναπαράγεται. Χωρίς τη λεηλασία του «Νότου», χωρίς δηλαδή την επιβολή μιας «λούμπεν» ανάπτυξης και μιας «άνισης ανταλλαγής» (Σαμίρ Αμίν), το ποσοστό του κέρδους μοιραία θα πέσει με γεωμετρική πρόοδο κι αυτό παρ’ όλες τις καινοτομίες, τις τεχνολογίες και τις παρεμβάσεις που μπορεί να επιστρατεύσει ο Βορράς υπό τον έλεγχο του μεγαλύτερου τεχνολογικού-επιστημονικού επιχειρηματία, του Πενταγώνου των ΗΠΑ. Αυτός είναι ο βασικότερος λόγος για τον τρέχοντα πόλεμο. Ο Νότος θέλει να φύγει από αυτή τη σχέση υποτέλειας και στην πραγματικότητα, εν μέρει το έχει ήδη κάνει. Τούτη η πολιτική βούληση είναι που απειλεί την αμερικανική χρηματοπιστωτική και νομισματική ηγεμονία και την πολιτική και παραγωγική της υπεροχή.

Υπάρχουν τουλάχιστον δυο σημαντικές πολιτικές διαφορές που επιμένουν, μεταξύ της Δύσης και του υπόλοιπου κόσμου. Παρά το γεγονός ότι συνιστούν ένα από τα φτωχότερα και πιο εκμεταλλευόμενα στρώματα του γαλλικού προλεταριάτου, η συνεχιζόμενη αποτυχία να ενσωματώσουν τους «βαρβάρους» των γαλλικών προαστίων στον τρέχοντα κύκλο αγώνων συνιστά ήδη ένα σύμπτωμα –στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών– των δυσκολιών που εμπλέκονται στο ξεπέρασμα του «αποικιοκρατικού χάσματος» από τον οποίο οι Λευκοί έχουν επί μακρόν επωφεληθεί.

Στο πλαίσιο του κύκλου αγώνων που ξεκίνησε το 2011, επανεμφανίζεται μια διαφοροποίηση παρόμοια με εκείνην του 20ού αιώνα. Τότε, οι σοσιαλιστικές ή εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις (με σοσιαλιστικές συνδηλώσεις, σε κάθε περίπτωση), οι οποίες εξαπλώθηκαν σε όλον τον Νότο, ξεσπούσαν ταυτόχρονα με μαζικούς αγώνες στη Δύση, ενίοτε πολύ δυναμικούς, που όλοι τους όμως αποδείχθηκαν ανίκανοι να παραγάγουν επιτυχημένες επαναστατικές διεργασίες. Σήμερα, έχουμε μαζικές απεργίες στην Ευρώπη (στη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ισπανία κι ακόμη και στη Γερμανία) και, αντίθετα, πραγματικές εξεγέρσεις, ξεσηκωμούς και τη διάνοιξη μιας προοπτικής επαναστατικών διεργασιών στον Νότο.

Ας δούμε μερικά παραδείγματα: την Αίγυπτο και την Τυνησία, που εγκαινίασαν τον κύκλο το 2011, τη Χιλή και το Ιράν, πιο πρόσφατα, για να αναδείξουμε τις διαφορές και τις πιθανές συγκλίσεις.

Είναι δύσκολο να συγκρίνουμε την εξέγερση της Αραβικής Άνοιξης με το «Occupy Wall Street», ακόμη και εάν υπήρξε κυκλοφορία κάποιων μορφών αγώνα: η απόρριψη της κατεστημένης εξουσίας, η κινητοποίηση εκατομμυρίων ανθρώπων, ο κλονισμός των πολιτικών συστημάτων στα θεμέλιά τους, η καταστολή που οδήγησε σε εκατοντάδες θανάτους, η δυνατότητα έναρξης μιας πραγματικής επαναστατικής διαδικασίας που ματαιώθηκε αμέσως, καθώς, όπως έγραφε ένα πλακάτ στο Κάιρο κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, «half revolution, no revolution» (μισή επανάσταση, καμία επανάσταση). Στο «Occupy Wall Street» δεν παρατηρήθηκαν συσχετισμοί ισχύος τέτοιας κλίμακας. Ούτε δημιουργήθηκαν, έστω και για σύντομες περιόδους, «κενά», αποδιάρθωση ή απονομιμοποίηση των μηχανισμών εξουσίας, όπως συμβαίνει ανά περιόδους με τις εξεγέρσεις στο Νότο. Είναι πάντα ο Νότος που εκκινεί και προωθεί νέους κύκλους αγώνα (βλ. επίσης νοτιοαμερικάνικο φεμινισμό) που αναπαράγονται με μικρότερη ένταση και ισχύ στο Βορρά.

Στη Χιλή, ο «νεοφιλελευθερισμός» γεννήθηκε μετά τη φυσική καταστροφή των επαναστατικών διαδικασιών από την μηχανή Κράτους-Κεφαλαίου, και καλέστηκαν ο Χάγιεκ και ο Φρίντμαν να χτίσουν πάνω στη σφαγή την αγορά, τον ανταγωνισμό και το ανθρώπινο κεφάλαιο (ποτέ μην συγχέετε τον νεοφιλελευθερισμό με τον ιμπεριαλισμό ή με τον καπιταλισμό, πάντα να διακρίνονται προσεκτικά!) Η Χιλή αποτελεί ένα άλλο τύπο εξέγερσης, από τον οποίο μπορούμε να αντλήσουμε και άλλα διδάγματα, ακόμη και εάν, όπως στη Βόρεια Αφρική, αφορούν πολιτικές ήττες.

Σε αντιδιαστολή με την Αίγυπτο, στη Χιλή η πολλαπλότητα των κινημάτων (ιδίως των φεμινιστικών και των κινημάτων των ιθαγενών) βρήκε έκφραση στην εξέγερση. Ωστόσο σε μια ορισμένη στιγμή του ταξικού αγώνα, ερχόμαστε αντιμέτωποι/ες με μια εξουσία που δεν είναι πλέον μόνο πατριαρχική ή ετεροφυλόφιλη, δεν είναι πλέον μόνο ρατσιστική, δεν αφορά πλέον μόνο την εξουσία των αφεντικών, αλλά τη γενική εξουσία της μηχανής Κράτους-Κεφαλαίου που περιλαμβάνει καθεμία από αυτές τις εξουσίες, τις αναδιοργανώνει και ταυτόχρονα τις υπερβαίνει. Ο εχθρός δεν είναι μόνο η εθνική εξουσία, η κυριαρχία ενός κράτους όπως η Χιλή. Σε τέτοιες καταστάσεις, εάν ήρθαμε άμεσα αντιμέτωπες/οι με τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές, αυτό συνέβη διότι κάθε πολιτική ρήξη – όπως συνέβη στην Αίγυπτο (περισσότερο από ό,τι στην Τυνησία) ή στη Χιλή ή το Ιράν – κινδυνεύει να θέσει υπό αμφισβήτηση τους συσχετισμούς ισχύος στην παγκόσμια αγορά, την παγκόσμια οργάνωση της εξουσίας: οι εξεγέρσεις στη Χιλή και την Αίγυπτο παρακολουθήθηκαν στενά από τις ΗΠΑ, οι οποίες δεν δίστασαν να επέμβουν με τη «στρατηγική τους παρέμβαση». Μια παρόμοια κατάσταση σημειώθηκε στη Γαλλία: αυτό που ξεκίνησε σαν «συνδικαλιστικός» αγώνας σύντομα βρέθηκε αντιμέτωπο με το σύνολο της μηχανής Κράτους-Κεφαλαίου.

Σε αυτές τις στιγμές του αγώνα, υπάρχει ένα σημείο χωρίς επιστροφή και για τους δύο ανταγωνιζόμενους, γιατί δεν είναι δυνατόν να διατηρηθούν σταθερές μορφές αντιεξουσίας, «απελευθερωμένες» ζώνες ή εδάφη, παρά μόνο για σύντομες χρονικές περιόδους. Η λύση των Ζαπατίστας δεν μπορεί ούτε να γενικευθεί ούτε να αναπαραχθεί (όπως οι ίδιοι οι Ζαπατίστας ανέκαθεν δήλωναν). Είναι δύσκολο να δούμε πώς μια βιώσιμη «δυαδική εξουσία» θα μπορούσε να εφαρμοστεί στις σημερινές συνθήκες του καπιταλισμού. Ταυτόχρονα, η ανάληψη της εξουσίας δεν φάνηκε να αποτελεί προτεραιότητα από το 1968 και έπειτα. Η κατάσταση αποτελεί ένα γρίφο!

Παρά τις πολιτικές διαφορές μεταξύ Βορρά και Νότου, ορισμένα κοινά προβλήματα αναδύθηκαν: ποιο πολιτικό υποκείμενο μπορεί να συγκροτηθεί που θα είναι σε θέση τόσο να οργανώσει πολύμορφους αγώνες και προοπτικές όσο και να θέσει το ζήτημα της δυαδικότητας της εξουσίας και της οργάνωσης της ισχύος;

Οι επαναστάσεις και οι εξεγέρσεις (καθώς επίσης, αν και με διαφορετικό τρόπο, οι αγώνες στη Γαλλία) γεννούν μια σειρά από γρίφους: είναι αδύνατο να ολοκληρωθούν και να συντεθούν οι αγώνες αλλά είναι και αδύνατο να παραμείνουν σε μια κατάσταση διασποράς και διαφοροποίησης· είναι αδύνατο να μην γίνει εξέγερση αποδομώντας την εξουσία αλλά είναι αδύνατο και να καταληφθεί η εξουσία, είναι αδύνατο να οργανωθεί το πέρασμα από την πολλαπλότητα στη δυαδικότητα της εξουσίας, όπως και αν επιβάλλεται από τον εχθρό, αλλά είναι και αδύνατο να παραμείνουμε αυστηρά στο πλαίσιο της πολλαπλότητας και της διαφοράς· είναι αδύνατος ο συγκεντρωτισμός αλλά είναι αδύνατο και να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό χωρίς συγκεντρωτισμό. Η αναμέτρηση με αυτούς τους γρίφους αποτελεί προϋπόθεση συνθήκη για τη δυνατότητα της επανάστασης . Μόνο κάτω από αυτές τις συνθήκες, υπερβαίνοντας αυτές τις αδυνατότητες, το αδύνατο καθίσταται δυνατό.

Η δεύτερη μεγάλη διαφορά μεταξύ του Βορρά και του Νότου αφορά τον εν εξελίξει πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό. Ο ιμπεριαλισμός ορίζει το ποιοτικό άλμα που πραγματοποιήθηκε μέσω της ενσωμάτωσης των τριών διαδικασιών του οικονομικού, πολιτικού και στρατιωτικού συγκεντρωτισμού, που επέβαλε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Αυτές οι διαδικασίες έφτασαν στο απόγειό τους με τον «νεοφιλελευθερισμό» του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ελεύθερης επιχειρηματικότητας, και της καταπολέμησης κάθε συγκέντρωσης εξουσίας που στρεβλώνει τον ανταγωνισμό. Δίχως να αρκούνται στην αρπαγή που διεξάγουν σε παγκόσμια κλίμακα και στην αναδιοργάνωση της κοινωνικής πρόνοιας που έχουν επιβάλει προς το συμφέρον τους, οι διαδικασίες αυτές φτάνουν στο σημείο να επιβάλλουν, όπως και πράγματι κάνουν, τον πληθωρισμό των κερδών (το «pricing power», τη δυνατότητα καθορισμού των τιμών, ακόμη και αν αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον αυτοαποκαλούμενο «νεοφιλελευθερισμό» τους).

Το γαλλικό κίνημα δεν εκφράστηκε σχετικά με τον πόλεμο μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Όμως, παρ’ όλο που το ζήτημα δεν τέθηκε ποτέ, ο αγώνας ενάντια στις μεταρρυθμίσεις του συνταξιοδοτικού συστήματος διεξάγεται εντός αυτού του πλαισίου. Το γεγονός ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε πόλεμο και η Δύση αναδιοργανώνει την πρόνοια σε πόλεμο αλλάζει σημαντικά το πολιτικό τοπίο. Είναι ίσως καλύτερα έτσι, παρόλο που αυτό σηματοδοτεί έναν προφανή πολιτικό περιορισμό – γιατί αν είχε εκφραστεί με τέτοιο τρόπο, πιθανότατα θα είχαν προκύψει αποκλίνουσες ή και αντίθετες πολιτικές θέσεις.

Αντίθετα, στον παγκόσμιο Νότο, η ετυμηγορία σχετικά με τον πόλεμο είναι ξεκάθαρη και ομόφωνη: είναι ένας πόλεμος μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, στην αφετηρία του οποίου βρίσκεται ωστόσο ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός στον οποίο οι αυτοκτονικές πολιτικές τάξεις της Ευρώπης προσχωρούν. Ο Νότος είναι διχασμένος μεταξύ των κρατών που υποστηρίζουν την ουδετερότητα και των κρατών που συντάσσονται με τη Ρωσία-παρόλο που όλα απορρίπτουν τις κυρώσεις και την παροχή όπλων.[2]

Στο Νότο, η κατηγορία του ιμπεριαλισμού ποτέ δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση όπως στη Δύση. Το μεγάλο ατόπημα των Χαρντ και Νέγκρι με την Αυτοκρατορία, της οποίας ο υπερεθνικός σχηματισμός δεν ξεκίνησε ποτέ, είναι ενδεικτική της διαφοράς στην ανάλυση και την πολιτική ευαισθησία που τους οδήγησε να ισχυριστούν, στον τελευταίο τόμο της τριλογίας τους, ότι έχοντας δοκιμάσει τον πόλεμο, η αδύνατη Αυτοκρατορία θα επιλέξει στη συνέχεια την οικονομία. Συνέβη το αντίθετο ακριβώς: Η αμερικανική οικονομία, αφού παρήγαγε (και εξακολουθεί να παράγει) επαναλαμβανόμενες κρίσεις που φέρνουν συνεχώς τον καπιταλισμό στα πρόθυρα της κατάρρευσης – σώθηκε αποκλειστικά από την παρέμβαση της κρατικής κυριαρχίας (πρώτα και κύρια των Ηνωμένων Πολιτειών) – εξαναγκάζει τα ίδια τα κράτη σε πόλεμο. Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός, η έννοια του οποίου θα μπορούσε να συνοψιστεί (απλοποιώντας σε μεγάλο βαθμό τα πράγματα) από το τρίγωνο μονοπώλιο/νόμισμα/πόλεμος, ρίχνει επίσης φως στους περιορισμούς των θεωριών που τον αγνόησαν και μας υποχρεώνει να υιοθετήσουμε την προοπτική του Νότου, ο οποίος ο ίδιος δεν εγκατέλειψε ποτέ [μια ανάλυση για] τον ιμπεριαλισμό για τον απλούστατο λόγο ότι τον κουβαλάει ακόμα στην πλάτη του. Όπως κι εμείς άλλωστε, αλλά προτιμούμε να υποκρινόμαστε ότι αυτό δεν συμβαίνει!

Πώς θα ξεφύγουμε από την αντεπανάσταση;

Δικαίως θαυμάζουμε το γαλλικό προλεταριακό αγώνα. Ενθουσιαζόμαστε διότι αναγνωρίζουμε χαρακτηριστικά των επαναστάσεων του 19ου αιώνα (ακόμα και της μεγάλης επανάστασης) που, με μια συνέχεια και μια ένταση που δεν συναντάμε σε καμία άλλη δυτική χώρα, πάντα κάνουν το βίο αβίωτο για την αντεπανάσταση. Πρέπει όμως να είμαστε σε επιφυλακή. Αν και το γαλλικό προλεταριάτο ξεσηκώνεται πολύ συχνά ενάντια στις «μεταρρυθμίσεις», μέχρι στιγμής έχει καταφέρει μονάχα να καθυστερήσει την εφαρμογή τους ή να αλλάξει λίγο τις λεπτομέρειές τους – παρόλα αυτά παράγει και αφήνει πίσω πρωτοφανείς διαδικασίες υποκειμενοποίησης που συνεχίζουν να συσσωρεύονται, κάτι που συμβαίνει και στους σημερινούς αγώνες (από εκείνους κατά των εργασιακών νομοσχεδίων μέχρι τα Κίτρινα Γιλέκα και τις ζώνες προς υπεράσπιση – ZAD). Ωστόσο, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, οι αγώνες ήταν όλοι αμυντικοί, – ο αντανακλαστικός τους χαρακτήρας τους βέβαια μπορεί να αντιστραφεί, αλλά δεν παύει να είναι ένα σημαντικό μειονέκτημα.

Για να εξηγήσουμε αυτό που οφείλουμε να ονομάσουμε «ήττες» (παρά την τεράστια αντίσταση που προέβαλαν), θα έπρεπε ίσως να επανεξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο κερδήθηκαν οι μισθολογικές, κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις. Αν, τον 19ο αιώνα, οι πρώτες νίκες ήταν ο καρπός των αγώνων των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων, τον 20ό αιώνα ο Νότος διαδραμάτισε έναν όλο και πιο σημαντικό στρατηγικό ρόλο. Ήταν οι επαναστάσεις, που παρέμειναν απειλή στο Βορρά και ήταν νικηφόρες στο Νότο, οι οποίες έφεραν τη μηχανή Κράτους-Κεφαλαίου σε αδιέξοδο, αναγκάζοντάς την να κάνει ορισμένες παραχωρήσεις. Αυτό που ήταν απειλητικό για τη μηχανή ήταν η αυτονομία και η ανεξαρτησία της προλεταριακής προοπτικής που εκφραζόταν εκεί. Ο συνδυασμός των αγροτικών επαναστάσεων στο Νότο και των εργατικών αγώνων στο Βορρά οδήγησε σε ένα αντικειμενικό μέτωπο αγώνων πέρα από τη «γραμμή του χρώματος», που επέβαλε αυξήσεις μισθών και κοινωνική πρόνοια στο Βορρά αλλά και ρήξη του αποικιακού διαχωρισμού που βασίλευε για τέσσερις αιώνες στο Νότο. Αυτό είναι το πιο σημαντικό αποτέλεσμα της Σοβιετικής Επανάστασης (ο Λένιν δεν είχε πάει ποτέ στο Λονδίνο ή το Ντιτρόιτ, αλλά αντίθετα βρέθηκε στο Πεκίνο, στο Ανόι, στο Αλγέρι…), που παρατάθηκε και επεκτάθηκε μόνο από τους «καταπιεσμένους λαούς».

Με τον ίδιο τρόπο που είναι αδύνατος ο σοσιαλισμός σε μία χώρα, είναι αδύνατο και να επιβληθούν όροι στη μηχανή Κράτους-Κεφαλαίου από ένα μόνο έθνος.

Οι εργατικές τάξεις στη Δύση είχαν ηττηθεί από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού κινήματος συναίνεσε στη σφαγή του για χάρη των αντίστοιχων εθνικών τάξεων. Όταν η εργατική τάξη και το εργατικό κίνημα εξιλεώθηκαν μέσω του αντιφασισμού, η πρωτοβουλία ήταν ήδη στα χέρια των «αγροτικών» επαναστάσεων που, με την ισχύ τους, ώθησαν τα καπιταλιστικά κέντρα πίσω στην Ανατολή. Στο μεταξύ πλέον, οι δυτικές εργατικές τάξεις ενσωματώθηκαν από την ανάπτυξη και, ακόμα κι όταν εξεγείρονταν, δεν το έκαναν ποτέ με τρόπο που να απειλεί πραγματικά τη μηχανή Κράτους-Κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, οι επαναστάσεις του Νότου μετατράπηκαν είτε σε μηχανές παραγωγής είτε σε έθνη-κράτη.

Αφού η απειλή της επανάστασης στο Βορρά και η πραγματική παρουσία της στο Νότο είχαν εξασθενίσει, η ισορροπία της ισχύος αντιστράφηκε ριζικά: αρχίσαμε και συνεχίζουμε ακόμα να χάνουμε, κομμάτι-κομμάτι, όλα όσα είχαμε κερδίσει (η μετάβαση από τα 60 στα 67, επτά χρόνια ζωής που αιχμαλωτίστηκαν μονομιάς από το κεφάλαιο, είναι ίσως το πιο ξεκάθαρο σημάδι ήττας). Μέχρι και την αντεπανάσταση που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970, ακόμα και όταν ηττόμασταν πολιτικά, ενισχυόμασταν κοινωνικά και οικονομικά. Τώρα χάνουμε και στα δύο πεδία. Σήμερα, μετά την κρίση του 2008, ξεσπούν παντού αποφασιστικοί αγώνες (ο Γαλλικός Μάρτης είναι ένας από αυτούς), αλλά αν δεν αναπτυχθεί το δίκτυο των εξεγέρσεων και των αγώνων σε παγκόσμια κλίμακα εκ νέου, και αυτή τη φορά υποκειμενικά, αμφιβάλλω ότι μπορούμε να ξεφύγουμε από το αντεπαναστατικό κλουβί.

Διάφοροι άνθρωποι αγαθών προθέσεων ενόψει των παγκόσμιων πολέμων προτείνουν να εκπολιτιστεί ο ταξικός πόλεμος. Τους ευχόμαστε καλή τύχη. Σε ένα μόνο αιώνα (1914-2022), διαφορετικοί ιμπεριαλισμοί έφεραν την ανθρωπότητα στο χείλος της αβύσσου τέσσερις φορές: Ο Πρώτος και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος με αποκορύφωμα τον Ναζισμό και ο Ψυχρός Πόλεμος μέσω του οποίου η πιθανότητα πυρηνικού τέλους της ανθρωπότητας έγινε ξεκάθαρη για πρώτη φορά. Ο τωρινός πόλεμος, του οποίου η Ουκρανία θα είναι μόνο ένα επεισόδιο, θα μπορούσε να επαναφέρει αυτή την πιθανότητα.

Μπροστά στην τραγική και επαναλαμβανόμενη πραγματικότητα των πολέμων μεταξύ ιμπεριαλισμών (για να μην αναφερθούμε στους υπόλοιπους), το ερώτημα που θα έπρεπε να θέσουμε αφορά την αναδημιουργία των διεθνών σχέσεων ισχύος και την επεξεργασία μιας έννοιας πολέμου (δηλαδή στρατηγικής) προσαρμοσμένης στη νέα αυτή κατάσταση. Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος έδωσε έναν ορισμό που εξακολουθεί να είναι επίκαιρος, ακόμα κι αν έχει εκλείψει ή έχει περιέλθει στη λήθη της ειρήνευσης: «αδιάκοπος πόλεμος, πότε κρυφός, πότε ανοιχτός». Κρυφός ή ανοιχτός, απαιτεί πάντοτε μια γνώση των σχέσεων ισχύος, μια στρατηγική και μια τέχνη ρήξης προσαρμοσμένη σε αυτές τις σχέσεις. Ο πόλεμος, ιστορικά – αλλά φαίνεται να ισχύει ακόμα σήμερα – μπορεί να οδηγήσει είτε σε έναν «επαναστατικό μετασχηματισμό», είτε σε μια νέα συσσώρευση κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα. Μια άλλη πιθανότητα που εξέτασε το Μανιφέστο των Μαρξ και Ένγκελς είναι επίσης στο τραπέζι, ενισχυμένη από την τρέχουσα οικολογική καταστροφή: «η καταστροφή» όχι μόνο «των δύο αντιμαχόμενων τάξεων», αλλά συνολικά της ανθρωπότητας.[3]

[1]Michel Foucault, Η Γέννηση της Βιοπολιτικής, Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1989-1979) (μτφρ. Β. Πατσογιάννης), Πλέθρον, 2012, σ. 259.

[2]Η Λόρα Ρίτσαρντσον, επικεφαλής της στρατιωτικής διοίκησης των ΗΠΑ για τον Νότο (που περιλαμβάνει επίσης όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, με εξαίρεση το Μεξικό), πρότεινε μια «συμφωνία» για την Κολομβία, η οποία ήταν ιστορικά σύμμαχος του ιμπεριαλισμού πριν από την αλλαγή της κυβέρνησης. Αν η χώρα συμφωνούσε να θέσει πενήντα παλιά σοβιετικά ελικόπτερα Mi-8 και Mi-17 στη διάθεση του ουκρανικού στρατού, η Ουάσινγκτον θα τα αντικαθιστούσε με νέο εξοπλισμό. Η απάντηση του προέδρου Γκουστάβο Πέτρο ήταν αιχμηρή και διαφέρει από την επαίσχυντη και αντιπαραγωγική υποταγή των ευρωπαϊκών ελίτ: «Θα κρατήσουμε αυτά τα όπλα, ακόμα κι αν χρειαστεί να τα μετατρέψουμε σε παλιοσίδερα… Δεν είμαστε ούτε στο ένα ούτε στο άλλο στρατόπεδο, είμαστε στο στρατόπεδο της ειρήνης».

[3]Μαρξ, Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Σύγχρονη Εποχή, 2001, σ. 35 [ «(…)καταπιεστής και καταπιεζόμενος, βρίσκονταν πάντα σε ακατάπαυστη αντίθεση μεταξύ τους, έκαναν αδιάκοπο αγώνα, πότε καλυμμένο, πότε ανοιχτό, έναν αγώνα που τελείωνε κάθε φορά με έναν επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας ή με την από κοινού καταστροφή των τάξεων που αγωνίζονταν», σ.τ.μ.]